Friday, October 3, 2008

Ο Μανώλης Καλομοίρης και ο Κωστής Παλαμάς

(Ο Μανώλης Καλομοίρης και ο Κωστής Παλαμάς,
από το ανάτυπο της έκδοσης της Παλαμικής Συμφωνίας, Αθήνα 1961)
αντιγραφή απο την επίσημη σελίδα του Μανώλη Καλομοίρη


Ό,τι καλλίτερο, ό,τι αγνότερο έχω γράψει είναι τις περισσότερες φορές δεμένο με τον Παλαμικό στίχο, με την Παλαμικήν Ιδέα.
ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΑΛΟΜΟΙΡΗΣ

Είναι γεγονός ότι η μουσική εξελίσσεται με πιο αργό ρυθμό από την ποίηση η οποία, γενικά στην Τέχνη, παίζει ρόλο πρωτοποριακό. Διαμορφώνεται κάτου από τις συνθήκες της ιστορικής περιόδου που την δημιούργησαν, κι εκφράζει τα ιδεώδη του λαού με την ανάλογη, κάθε φορά, τεχνική.

Μόλις η Ελλάς απέκτησε την ανεξαρτησία της, η ανάγκη μιας Τέχνης Εθνικής, που να αντιπροσωπεύει τη σύγχρονη πραγματικότητα σε όλους τους τομείς, έγινε αισθητή σε όλους, και σ’ αυτήν την κατεύθυνση εστράφησαν τα φωτισμένα μυαλά της εποχής. Τα λόγια του Σολωμού «Κλείσε μέσα στην ψυχή σου την Ελλάδα και θα αισθανθείς κάθε μεγαλείο» έγιναν αξίωμα.

Όμως για να επιτευχθεί μια εθνική συγχρονισμένη ποίηση έπρεπε, πριν απ’ όλα, να ελευθερώσουν την ελληνική γλώσσα από τον ζυγό της καθαρεύουσας και ν’ απελευθερώσουν γενικά την τέχνη από τις ξένες επιδράσεις που είτανε αναπόφευκτες για ένα κράτος που έζησε τετρακόσια χρόνια στη σκλαβιά και που το βάραινε τέτοιο μεγαλειώδες παρελθόν.

Δεν πρόκειται ν’ αναφέρουμε τους σκληρούς γλωσσικούς αγώνες ούτε την θύελλα που ξέσπασε με την δημοσίεψη του «Ταξιδιού» του Γιάννη Ψυχάρη. Πάντως, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ο θρίαμβος του δημοτικού αγώνα επισφραγίστηκε με την Παλαμική ποιητική προσφορά, και προ παντός με τις συλλογές του «Ασάλευτη Ζωή», (1904), ο «Δωδεκάλογος του Γύφτου» (1907) και τη «Φλογέρα του Βασιλιά» (1912), όπου η γλωσσοπλαστική ιδιοφυΐα του Παλαμά του έδωσε εκφραστικά μέσα πρωτοφανή στη λογοτεχνία μας.

Είναι ο Εθνικός Ποιητής αυτής της περιόδου, που τραγούδησε όχι μονάχα το ηρωϊκό παρελθόν της φυλής μα και τις μεγάλες ιστορικές στιγμές του έθνους, εξυμνώντας τις πολιτικοκοινωνικές και πνευματικές κατακτήσεις του ελληνικού λαού. Είναι ο τεχνίτης του λόγου και ο μάστορης του στίχου και του ρυθμού που εκμεταλλεύτηκε με μεγάλη επιτυχία, τόσο τα ζωντανά στοιχεία της δημοτικής μας ποίησης όσο και την τεχνική και τις πνευματικές εξελίξεις της Δύσης, αφομοιώνοντας τα πάντα σ’ ένα προσωπικό ύφος.

Η λυρική και η επική ποίηση του Παλαμά έχουν τέτοιο γλωσσικό και εκφραστικό πλούτο, τέτοια ποικιλία ρυθμών, που δίκαια ο Κ. Θ. Δημαράς έγραψε: «Ο μετρικός και ο γλωσσικός πλούτος του έργου αποτελεί όριο όπου έφθασε ο Παλαμάς και συνάμα το όριο της λογοτεχνίας μας»1.

Από την παιδική μου ακόμη ηλικία, ο Καλομοίρης υπήρξε θαυμαστής και φανατικός οπαδός της παλαμικής ποίησης και της δημοτικής. Για την εξάπλωση και την επιβολή της πολέμησε όχι μόνο σαν μουσικός μα σαν λογοτέχνης, κι αυτό τον τιμά ιδιαίτερα. Πίστευε πως μονάχα η Δημοτική θα επέτρεπε την δημιουργία μιας εθνικής ποιητικής σχολής, καθώς και μιας εθνικής μουσικής. Είχε κατασταλαγμένες ιδέες πάνω σ’ αυτό το θέμα πριν ακόμα εγκατασταθεί τελειωτικά στην Αθήνα.

Στο πρόγραμμα της πρώτης συναυλίας έργων του που δόθηκε στην Αθήνα στα 1908 - και το οποίο είναι πραγματικό μανιφέστο - εξάγγειλλε και τις απόψεις του για την δημιουργία μιας Εθνικής Μουσικής και μιας εθνικής γλώσσας. Και, πράγμα σπάνιο στην ιστορία των ανθρώπων, έμεινε πιστός σ’ όλη του τη ζωή σ’ αυτές, και τις πραγματοποίησε απόλυτα. Θ’ άξιζε ν’ αναδημοσιευθεί ολόκληρο το πρόγραμμα αυτό. Να μερικά αποσπάσματα:

«... Εθνική μουσική είναι αδύνατο να βλαστήση δίχως να ποτιστή βαθειά από την Εθνική ζωντανή, τη γλώσσα του λαού... Η καθαρεύουσα για λόγους αισθητικούς και τεχνικούς είναι αδύνατον... με την ψεύτική της την τεχνική ζωή, έτσι, κατά πως δεν στάθηκε άξια να θρέψη μια δυνατή φιλολογία, έτσι δε θα σταθεί ποτές άξια να θρέψη και μια δυνατή μουσική. (η τέχνη που μετά τα γράμματα έχει τη μεγαλύτερη σχέση με τη γλώσσα). Και όπως η φιλολογία μας τότε μόνο ανδρώθηκε, όταν ξέφυγε από τα πνιχτικά βρόχια της καθαρεύουσας, έτσι κι η μουσική μας τότε μόνο θα φτάσει σε κάποιο ύψος όταν ακολουθήσει το μεγάλο δρόμο της αλήθειας που μας έδειξεν ο Ποιητής του «Ταξιδιού» και πετάξη με τα φτερά τα μεγάλα που χάρισε της Ρωμιοσύνης ο Ποιητής του «Δωδεκάλογου του Γύφτου»...

Αθήνα, Θεριστής 1908

Αυτά έγραφε ένας νέος μόλις είκοσι τριών χρόνων... «που λαχταρούσε να στήσει κι αυτός το ήχινο παλάτι του στης θάλασσας απάνω τα νερά, στεριωμένο απάνω στη γλώσσα, τα παραμύθια, τους σκοπούς και τις χαρές του ελληνικού λαού, της Ρωμιοσύνης όλης»2. Και στο ίδιο πρόγραμμα, ο νέος συνθέτης εκθέτει και τις μουσικές του πεποιθήσεις και τον τρόπο που εργάστηκε:

«Ο Συνθέτης, που πρωτοπαρουσιάζει σήμερα μικρό μέρος της αρχής του έργου του, ονειρεύτηκε να φτιάξη μιαν αληθινά Εθνική Μουσική βασισμένη απ’ την μια μεριά στη μουσική των αγνών μας δημοτικών τραγουδιών μα και στολισμένη από την άλλη με όλα τα τεχνικά μέσα που μας χάρισεν η αδιάκοπη εργασία των προδεμένων στη μουσική λαών...

Εδώ ανάγκη να σημειωθή πως ο τεχνίτης αποφεύγει να δανειστή μελωδίες των δημοτικών μας τραγουδιών στην εργασία του, μόνο που τα θέματά του σε μερικά του μεγάλα έργα (Ρωμεϊκή Σουίτα, Μπαλάντες κ.ά.), και σε μελωδίες του, σε μερικά από τα τραγούδια του, έχουν χτιστεί απάνω στο ρυθμό, τις κλίμακες και το χαραχτήρα των δημοτικών μας τραγουδιών, γιατί βρίσκει πως το συστηματικό δάνεισμα από Εθνικές μελωδίες πολύ λίγο βοηθάει στο ξετύλιγμα της Εθνικής Μουσικής...»

Έτσι, ποτισμένος βαθειά με την ποίηση, εκφράζει με ήχους τον συναισθηματικό του κόσμο και προσαρμόζει και την τεχνική της μουσικής στην πιο εξελιγμένη τής ποίησης. Αργότερα θα πει πιο παραστατικά. «Η μουσική δεν είναι πάντα, κατά την γνώμη μου, παρά η εκδήλωση με τον ήχο και το ρυθμό μιας πραγματικής ποιητικής διάθεσης, όπως πιστεύω πως και κάθε ανώτερη ποιητική απόδοση περιέχει και μουσικά στοιχεία που ο Ποιητής τα αποδίδει με το λόγο και το ρυθμό .... »3.

Γι’ αυτό και η μουσική του είναι τόσο σφικτά δεμένη με την ποίηση. Είναι μια προέκτασή της. Ο Παλαμάς, και γενικά η ποίηση, στάθηκε η τροφοδότρα πηγή της έμπνευσής του και πρέπει να ομολογήσουμε, πως διάλεγε ό,τι πιο αγνό και αψηλό υπήρχε. Ως και στις συμφωνίες και τη μουσική δωματίου που είναι «καθαρά μουσική» έχει υπόβαθρο την ποίηση γιατί, όπως είπε, «η μουσική του έχει την φιλοδοξία να δείξει, όχι τόσο και μόνο το ελληνικό χρώμα παρά την ψυχή την ελληνική...»4 και η ψυχή ενός λαού βρίσκεται στην ποίησή του.

Έχοντας πάνου στην Τέχνη του ιδέες, πεποιθήσεις και απόψεις αποκρυσταλλωμένες, ύστερα από βαθειές μελέτες και στοχασμούς, είτανε επόμενο να παρουσιασθεί με έργα τελειωμένα, δίχως τις αδυναμίες και τα ψηλαφίσματα των πρωτόπειρων και των πρωτόλειων.

Γράφοντας για το «Δαχτυλίδι της Μάνας» ο γερμανός κριτικός Lother Band παρατηρεί πως «... είναι άξιο θαυμασμού πώς σ’ ένα έδαφος τόσο παρθένο, όπως είναι το ελληνικό μελόδραμα, μπόρεσε (ο Καλομοίρης) να δημιουργήσει αμέσως ένα τόσο ώριμο, και από πολλές απόψεις αποκαλυπτικό για την νεοελληνική μουσική, έργο»5.

Την ίδια παρατήρηση μπορούμε να κάνουμε για το σύνολο του έργου του. Η ωριμότης του είναι καταπληκτική. Μ’ όλο το πέρασμα του χρόνου - πενήντα χρόνια και πάνω από τότε που πρωτοεμφανίστηκε - μένει πάντα νέο, κι αυτό γιατί ο Καλομοίρης προέτρεξε της εποχής του. Δεν ακολούθησε ξένα αρχέτυπα. Δημιούργησε και χάραξε δικούς του δρόμους. και έτσι όπως το θεμέλιωσε στερεά, δεν έχει ξεπεραστεί, και θα μείνη υπόδειγμα για τους νεωτέρους. Χάρις στο Καλομοίριο έργο η Εθνική μουσική έγινε πραγματικότης κι αναγνωρίστηκε από δικούς και ξένους.

Για να αποκτήσει το προσωπικό αυτό ύφος και να δημιουργήσει το έργο του ο Καλομοίρης δεν περιορίστηκε στην παραδοσιακή μουσική τέχνη και στις περιοχές των Εθνικών Σχολών μα μελέτησε βαθειά και τις πιο προχωρημένες μουσικές σχολές της Δύσης. «Απέναντι του ατοναλισμού και του δωδεκαφωνισμού είπε: 6 «όχι μόνο δεν κινούμαι από πνεύμα αντιδράσεως, αλλά αντιθέτως μελετώ, όσον μου είναι δυνατόν, τας νέας θεωρίας και συστήματα και επιζητώ να τα κατανοήσω και ακόμη έως ένα σημείο να τα αφομοιώσω εις την όλην μου μουσικήν ιδιοσυγκρασίαν». Στην Παλαμική Συμφωνία υπάρχουν σελίδες που θα τις υπέγραφε κι ένας οπαδός του Σοένμπεργκ.

Όπως για τον Παλαμά έτσι και για τον Καλομοίρη είπαν ότι είναι σκοτεινός και πληθωρικός και ότι Βαγνερίζει ή ότι είναι επηρρεασμένος από τη ρωσσική σχολή και ιδιαίτερα από τον Ρίμσκυ - Κορσακώφ, και ότι μεταχειρίζεται στις ενορχηστρώσεις του μεγάλα σύνολα. Ως ένα σημείο οι παρατηρήσεις αυτές είναι σωστές. Μα ποιος μεταβαγκνερικός συνθέτης αξίας έμεινε ανεπηρρέαστος από τον Βάγκνερ; ή την ρωσσική σχολή; Εκτός τούτου, όλα αυτά τα στοιχεία αφομοιωμένα και μετουσιωμένα αποτελούν το προσωπικό ύφος του συνθέτη και του επέτρεψαν να δημιουργήσει το έργο του συγχρονισμένα.

«Το δημοτικό τραγούδι θα οδηγήσει - έγραφε7 - το νέο μουσουργό να βρη δικούς του μελωδικούς συνδυασμούς, πρωτότυπους, χωρίς καμμιά φαινομενική ομοιότητα με τα λαϊκά πρότυπα...

«Ονειρεύουμαι για την μουσική μας κάτι ανάλογο που κατόρθωσε η ποίηση στα νεοελληνικά γράμματα. Κάτι που νάχει τόση σχέση με το λαϊκό μοτίβο όση έχουνε οι στίχοι του Παλαμά, του Σολωμού, του Βαλαωρίτου, του Σικελιανού με τη δημοτική ποίηση».

Κι αυτό το κατόρθωσε ο Καλομοίρης συνδυάζοντας τους θησαυρούς της μουσικής μας παράδοσης με τις εξελίξεις της παγκόσμιας μουσικής.

Για τον Καλομοίρη η δημιουργία «Εθνικής Μουσικής» στάθηκε, όπως αναφέραμε ήδη, η πρωταρχική και καθοδηγήτρα ιδέα και σκοπός της ζωής του. Έσκυψε πάνω στα προβλήματά της και προσπάθησε να τα λύση με τον πιο πρακτικό και ρεαλιστικό τρόπο, βασιζόμενος στις πιο αυστηρές μουσικές αρχές. Για την επιβολή της αγωνίστηκε με όλα τα μέσα που διέθετε, εργαζόμενος άοκνα με μουσικά και θεωρητικά έργα, με ομιλίες και συγγράμματα8. Ταυτόχρονα έζησε εντατικά και την ιστορία της εποχής του, γι’ αυτό το έργο του είναι ποτισμένο βαθειά, με την ελληνική πραγματικότητα και τις μεγάλες στιγμές της πατρίδας του9. Ό,τι έγραψε είναι ζωντανό και συγκινεί γιατί πηγάζει, από το βαθύ αυτό αίσθημα. Είναι χαραχτηριστικό ότι ο Καλομοίρης ό,τι έγραψε σχετίζεται με την σύγχρονη και την Βυζαντινή Ελλάδα και δεν θέλησε να εκμεταλλευτεί, την κληρονομιά της Αρχαίας, όπως τόσοι άλλοι, όπου η πλούσια μυθολογία μας και η αρχαία ιστορία δίνουν πολλά κι εύκολα θέματα.

Ο Μανώλης Καλομοίρης γεννήθηκε στις 14 του Δεκέμβρη του 1883, στη Σμύρνη. Ο πατέρας του, ο γιατρός ο Γιάννης Καλομοίρης είτανε από την Σάμο. Από πολύ μικρός έδειξε την μεγάλη του κλίση στη μουσική. Ύστερα από τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη, μελέτησε αρμονία και σύνθεση στη Βιέννη. Μόλις τέλειωσε τις σπουδές του διορίστηκε καθηγητής της αρμονίας και του πιάνου στο Χάρκοβο (της Ρωσσίας). Μα η ψυχή του - όπως τραγούδησε στους καημούς του Καπετάν Λύρα

αναζητούσε τη φωτεινή τη χώρα

όπου παιδί ακόμα παιχνιδιάρικο

την είχε κλείσει στην καρδιά του

σαν μιαν αχτίδα ηλιόφεγγη... 10.

Στην Αθήνα εγκατεστάθηκε στα 1910. Η πρώτη συναυλία όμως που έδωσε με έργα του στην αίθουσα του Ωδείου Αθηνών, στις 11 Ιουνίου 1908, έμεινε ιστορική, όχι τόσο για τις συνθέσεις του, που η τεχνοτροπία τους είτανε πολύ προχωρημένη για την εποχή εκείνη, μα γιατί είχε τυπώσει τα προγράμματά του στη δημοτική, ενώ έως τότε επικρατούσε η συνήθεια να τυπώνονται στη γαλλική. Το σκάνδαλο για την παρατυπία του Καλομοίρη - όπως το έκριναν τότε - είτανε τέτοιο που λίγο έλειψε να ματαιωθεί η συναυλία. Μ’ αυτό το δυναμικό κι επαναστατικό τρόπο ντεμπουτάρισε στη μουσική και πνευματική ζωή του τόπου μας. Από τότε πήρε ενεργό μέρος σ’ όλους τους καλλιτεχνικούς τομείς και εκδηλώσεις της Χώρας και συνέτεινε με όλες του τις δυνάμεις στη διάδοση κι εξάπλωση της μουσικής σ’ όλη την Ελλάδα, δίδοντας συναυλίες, ανεβάζοντας μελοδράματα, τον περισσότερο καιρό με στελέχη του Εθνικού Ωδείου, (που μερικά απ’ αυτά κατέχουν σήμερα διεθνή φήμη και τιμούν την ελληνική μουσική στο εξωτερικό) δημοσιεύοντας έργα του διδακτικά και άλλα, κι αυτά όλα, δίχως να μειώσουν και την καθ’ εαυτό μουσική του παραγωγή.

Υπήρξε καθηγητής του πιάνου, της αρμονίας και της αντίστιξης στο Ωδείο Αθηνών (1911 - 1919).

Γενικός Επιθεωρητής των Στρατιωτικών μουσικών (1918 - 1920 και 1922 - 1937) όπου εξύψωσε το μουσικό επίπεδο του στρατού και δημιούργησε ένα μεγάλο αριθμό στρατιωτικών συγκροτημάτων, με στελέχη με ανώτερη μουσική μόρφωση κι αυτό σ’ όλη την Ελλάδα.

Ίδρυσε στα 1919 και διηύθυνε έως τα 1926 το Ελληνικόν Ωδείον και εν συνεχεία ίδρυσε το ίδιο έτος το Εθνικό Ωδείο, το οποίο διηύθυνε έως το 1948 και του οποίου παραμένει Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου.

Υπήρξε Πρόεδρος των Ελλήνων Μουσουργών (1936 - 1945 και 1947 - 1957), Αντιπρόεδρος του Μουσικού Συμβουλίου του Υπουργείου Παιδείας και σήμερα Πρόεδρος του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Μουσικής.

Στα 1945 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Ταυτόχρονα μ’ αυτήν την δράση εξέδωσε ένα σωρό θεωρητικά έργα μουσικής, που είτανε τόσο σπάνια τότε, μεθόδους σολφέζ και θεωρίας μουσικής, μεθόδους αρμονίας (2 τόμοι) οργανογνωσίας, ενορχηστρώσεως κτλ των οποίων μία από τις δυσκολίες, είτανε και η εξεύρεση στην ελληνική (δημοτική) των τεχνικών μουσικών όρων και γενικά του Ευρωπαϊκού λεξιλογίου, στη γλώσσα μας. Το μουσικό του έργο αυτό καθ’ εαυτό ξεπερνά σε ποσότητα και ποιότητα ό,τι δημιουργήθηκε στο τόπο μας κατά το ίδιο χρονικό διάστημα.

Εγραψε έργα μεγάλης πνοής, όπως τις τρεις Συμφωνίες του, Συμφωνικά Ποιήματα, Σουίτες και Μπαλέτα, Κονσέρτα για Πιάνο και για Βιολί, Μουσική Δωματίου (Τρίο, Κουαρτέτα και Κουϊντέτα, σονάτα για βιολί και πιάνο κτλ.). Ραψωδίες, ένα μεγάλο αριθμό τραγουδιών για μια φωνή, για χορωδίες, υποκρούσεις μουσικές. κι όλα αυτά εκτός των τεσσάρων Μελοδραμάτων του, από τα οποία τα δύο παιχτήκανε στο εξωτερικό με μεγάλη επιτυχία: το «Δαχτυλίδι της Μάνας» στο Βερολίνο και τα «Ξωτικά Νερά» από την B.B.C. του Λονδίνου11.

Παρ’ όλη την μεγάλη του ηλικία και μια οδυνηρή αρρώστια που τον κράτησε καρφωμένο στο κρεβάτι για μήνες ολόκληρους, ο Καλομοίρης κατόρθωσε, νικώντας μπορούμε να πούμε τον θάνατο, να τελειώσει το έργο της ζωής του: Τον Μουσικό Θρύλο - Τραγωδία «Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος» πάνω στο ομώνυμο έργο του Νίκου Καζαντζάκη, που η Λυρική Σκηνή ανήγγειλε πως θα ανεβάσει τον Ιούνιο του 1962, στο Θέατρο του Ηρώδη Αττικού, σε παγκόσμια πρεμιέρα.

Το γεγονός ότι μπόρεσε να φέρει σε πέρας ένα τόσο σπουδαίο έργο, μεταχειριζόμενος όλες τις δυνατότητες της πολύχρονης πείρας του και μια έμπνευστη μουσική που πηγάζει ατόφια από την ψυχή του Ελληνικού Λαού - στον οποίο είναι αφιερωμένο και το έργο - αποδεικνύει και την εξαιρετική ζωτικότητά του και την ευρωστία της μεγαλοφυΐας του.

Το ποιητικό έργο του Παλαμά στάθηκε, όπως σημειώσαμε προηγούμενα, μια αστέρευτη πηγή έμπνευσης για τον Καλομοίρη. Με τους στίχους και τους ρυθμούς του Ποιητή της «Ασάλευτης Ζωής» είναι δεμένο ένα μέρος του Καλομοίριου έργου. Η Παλαμική Συμφωνία (αριθ. 3, σε ρε 1954 - 1955) είναι μία από τις τρεις Συμφωνίες12 που θεωρούνται σταθμοί στην δημιουργική του ζωή. Σ’ αυτές τις τρεις μεγαλόπνοες Συμφωνίες συγκεντρώνουνται όλες οι αρετές και τα χαρίσματα του Συνθέτη του «Καπετάν Λύρα». Σ’ αυτές πραγματοποίησε τα Ιδεώδη του για μια Εθνική Μουσική, όπως την οραματίστηκε νέος κι όπως την διετύπωσε στα διάφορα έργα του.

Έκλεισε στην ψυχή του, όπως είπε ο Σολωμός, την «Ελλάδα» και τραγούδησε σε γνήσια «ρωμέϊκη λαλιά» όπως είπε ο Καβάφης, όχι μονάχα τους θρύλους, τους ρυθμούς και τις μελωδίες της, μα και τα βουνά, τον ήλιο της, την τόσο πολύμορφη και φωτεινή φύση της με τις θάλασσες και τα νησιά της.

Η Παλαμική Συμφωνία συμβολίζει την πίστη του στα πεπρωμένα της αθάνατης Ελληνικής Τέχνης και ταυτόχρονα είναι ένα δείγμα θαυμασμού και αγάπης προς τον Ποιητή και τη Λύρα του.

Ο Συνθέτης, γράφοντας την μουσική του, δεν έκανε μια απλή περιγραφική μουσική. Εμπνεύστηκε από ορισμένους στίχους και από το πνεύμα που διέπει γενικά το «Δωδεκάλογο του Γύφτου» κι άφησε κατόπιν λεύτερα την φαντασία του να τρέξει ή στις παθητικές μεγάλες στιγμές της ιστορίας του Έθνους ή να στραφεί στις λύπες και τις χαρές της ατομικής του ζωής. Οι στίχοι του Ποιητή δεν είναι παρά η αφετηρία που ξεκίνησε ο συνθέτης για τις ήχινες περιπλανήσεις του, δεν είναι παρά οι μυστικές κι απροσδιόριστες συνηχήσεις που κάνουν να δονούνται οι εσώψυχες χορδές του, που θα επιτρέψουν στο Μουσικό να υφάνει το όνειρό του με τους παλμούς των ήχων και να σχολιάσει εκφράζοντας τον εσωτερικό του κόσμο. Φορές η έμπνευσή του τον συνεπαίρνει σε χώρες και ουρανούς που δεν σχετίζουνται κατ’ ευθείαν με τους στίχους που δεν απαγγέλει ο εξάγγελος. Η μουσική συνοχή δεν εξαρτάται απόλυτα από την συνάρτιση των στίχων μα ακολουθεί δικιά της νομοτέλεια.

Όταν ο Ποιητής λέει:

Γύφτε, τράβα δρόμο...

Ο Συνθέτης ταυτίζεται με τον ήρωά του, και δικούς του δρόμους παίρνει η φαντασία του και δικούς του πόθους κι όνειρα εκφράζει, γιατί όπως είπε πάλι ο ποιητής,

Ήρθαν οι γύφτοι οι μουσικοί

Φώλιασαν όλοι στην ψυχή μου...

και είναι ο Μουσικός - Ποιητής που με την γύφτικη ψυχή του και με την απαράμιλλη τεχνική και τους τολμηρούς συνδυασμούς των ακκόρντων του εκφράζει μελωδικά και σχολιάζει τόσο ζωντανά τα συναισθήματά του που η φωνή του απηχεί στις ψυχές όλων.

Το πρώτο μέρος της Συμφωνίας του είναι εμπνευσμένο από την συλλογή «Ίαμβοι και Ανάπαιστοι»13 ενώ τα τρία άλλα μέρη βασίζονται στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου».

Δηλαδή η «Παλαμική Συμφωνία» σχολιάζει μια σύνθεση της Παλαμικής Ποίησης που πραγματοποίησε ένας Μουσικός - Ποιητής. Όπως ομολογεί ο ίδιος: «ο Συνθέτης14, προσπαθώντας ν’ αδερφώση την Ποίηση με τη Μουσική, νοιώθει τον εαυτό του πότε σαν Ποιητή και πότε σαν Μουσικό».

Σ’ αυτή του τη σύνθεση ο Καλομοίρης κατόρθωσε να συνδυάσει την Ποίηση και τη Μουσική σ’ ένα όλο σφικτοδεμένο και ομοιογενές που μονάχα ένας Μουσικός - Ποιητής θα μπορούσε να πραγματοποιήσει. Ταύτησε την ποίηση του Παλαμά με την δικιά του μοίρα.

Μα ο κόσμος δεν συγχωρεί εύκολα ό,τι ξεφεύγει από τα κοινά μέτρα και, σαν τον Γύφτο του ποιητή, και ο Μουσικός - Ποιητής «αισθάνεται τ’ αδέρφια του, τους ποιητές, να φεύγουν από μπρος του» ενώ οι Μουσικοί τ’ αδέρφια του «μακραίνουν με τρόμο». Μα με όλες τις απογοητεύσεις, τις δυσκολίες και τις κακίες, ο Καλομοίρης συνέχισε το δρόμο που χάραξε μια για πάντα όταν πρωτοκατέβηκε στην Ελλάδα και σήμερα μπορεί ν΄αντικρύζει με ικανοποίηση το έργο του. Σαν τον Παλαμά στην ποίηση έτσι και ο Συνθέτης της «Συμφωνίας της Λεβεντιάς» γιομίζει όλη την εποχή του. Η Νέα Ελληνική μουσική - όπως το θέλησε και το προγραμμάτισε - έχει τώρα παρόν, έχει παράδοση και θα προχωρήσει με σταθερό και ασφαλές βήμα προς το μέλλον15.

Αθήνα, 1961

1. Κ. Θ. Δημαρά, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, τομ. Β΄ σελ.131.

2. Ρωμέϊκη Σουίτα, έργον 5, 1906 - 1908.

3. Το λαϊκό στοιχείο στη μουσική του Μπετόβεν, σελ. 8 Λευκωσία Κύπρος - 1954.

4. Πρωτομάστορας, 1916.

5. Berliner Volks - Zeitung, 4-2-1940.

6. Η νέα τεχνοτροπία εις την διεθνή συνθετική και η Ελληνική μουσική δημιουργία. (Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών, έτος 1954, τομ. 29ος.

7. Παγκόσμιος η Εθνική Μουσική, σελ. 17 - 18.

8. Βλέπε τις διάφορες ομιλίες και μελέτες του Μαν. Καλομοίρη:

- Περί της Εναρμονίσεως των Δημοτικών ασμάτων. (Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, έτος 1948, τόμος 23ος).

- Το Ελληνικό Δημοτικό Τραγούδι, Ρόδος 1949.

- Παγκόσμιος η Εθνική Μουσική, Λευκωσία, Κύπρου 1953.

- Η νέα τεχνοτροπία εις την διεθνή συνθετικήν και η Ελληνική Μουσική Δημιουργία. (Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών, 1954, τόμος 29ος).

- Το λαϊκό στοιχείο στη Μουσική του Μπετόβεν - Λευκωσία, 1954.

- Η Μουσική του Μότσαρτ στην Ελλάδα. (Ανακοίνωση στο Διεθνές μουσικολογικό συνέδριο της Ακαδημίας των Επιστημών της Βιέννης. Ανάτυπο (Νέας Εστίας, 1956).

9. Βλέπε λ.χ. την Συμφωνία της Λεβεντιάς κ.ά.

10. Από τη ζωή και τους καϋμούς του Καπετάν Λύρα. (Μουσικά απομνημονεύματα), Αθήνα 1958.

11. Συμφωνικά του έργα επαίχθησαν, κατ’ επανάληψιν στις Ευρωπαϊκές Πρωτεύουσες, και από Ραδιοφωνικούς Σταθμούς.

12. Βλέπε Μ. Καλομοίρη Η Παλαμική Συμφωνία (Σκέψεις του Συνθέτη).

13. Ίαμβοι και Ανάπαιστοι, αριθ. 10.

14. Βλέπε Σκέψεις του Συνθέτη.

15. Η Νέα Τεχνοτροπία κτλ.

(Ο Μανώλης Καλομοίρης και ο Κωστής Παλαμάς, από το ανάτυπο της έκδοσης της Παλαμικής Συμφωνίας, Αθήνα 1961)

3 comments:

Eύη Καφούρου Αλιπράντη said...

πάρα πολύ ωραία ανάρτηση...
πραγματικά.... ασχολούμαι με την ποίηση και ξέρω και κάποια πράγματα από μουσική, καθως πήγαινα στο εθνικό ωδείο....

nkarakasis said...

Καλησπέρα Εύη,
Τότε πιθανόν να γνωρίζεις και τον Σταύρο Καρακάση. Σε ευχαριστώ που πέρασες.

P. Kapodistrias said...

Συγχαρητήρια! Σοβαρή δουλειά1

Χριστός Ανέστη!